Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Ανεξάρτητες και εξαρτημένες προτάσεις

Εξαρτημένες προτάσεις- συντακτικό

Ανεξάρτητες και εξαρτημένες προτάσεις

Πρόταση λέγεται μια σειρά από λέξεις, η οποία περιλαμβάνει οπωσδήποτε ένα ρήμα και έχει δικό της, αυτοτελές νόημα. Με την πρόταση παρουσιάζουμε τη σχέση μιας ονοματικής φράσης (ή λέξης που την αντικαθιστά, π.χ. αντωνυμίας) με αυτά που περιγράφει το ρήμα (και η ρηματική φράση)
π.χ. Η Μαρία (ονοματική φράση) κοιμάται (ρήμα).

Η ονοματική φράση είναι το υποκείμενο της πρότασης
Το ρήμα και οι λέξεις που πάνε μαζί του φτιάχνουν τη «ρηματική φράση».

Οι προτάσεις διαιρούνται με βάση τα παρακάτω κριτήρια:
  •  Ως προς τη δομή τους (απλές, σύνθετες, ελλειπτικές και επαυξημένες προτάσεις)   
  • Ως προς το ποιόν τους (καταφατικές και αρνητικές ή αποφατικές
  • Ως προς το περιεχόμενο (α. προτάσεις κρίσεως β. προτάσεις επιθυμίας γ. ερωτηματικές προτάσεις και δ. επιφωνηματικές προτάσεις)
  • Ως προς τη σχέση τους με τις άλλες προτάσεις (κύριες ή ανεξάρτητες προτάσεις και σεδευτερεύουσες ή εξαρτημένες).
Στην τελευταία κατηγορία, όπου ο διαχωρισμός  είναι αρκετά γενικός και η οποία κατηγορία θα μας απασχολήσει για φέτος, εμπεριέχονται και αρκετές κατηγορίες από τις προηγούμενες.

Καταρχήν να ξεκαθαρίσουμε τι είναι οι ανεξάρτητες και τι οι εξαρτημένες προτάσεις:

Ανεξάρτητες (κύριες), είναι εκείνες που έχουν ολοκληρωμένο νόημα και μπορούν να σταθούν μόνες τους στο λόγο, ενώ

Εξαρτημένες (δευτερεύουσες), είναι εκείνες που το περιεχόμενό τους αποκτά νόημα σε σχέση με μια άλλη πρόταση και δε στέκονται μόνες τους στο λόγο. Οι προτάσεις αυτές εξαρτάται από την κύρια πρόταση την οποία συμπληρώνει ή προσδιορίζει.

π.χ.    Όταν διαβάσεις αυτό το βιβλίο (εξαρτημένη), θα μάθεις πολλά χρήσιμα πράγματα (ανεξάρτητη)

Για να βάλουμε σωστά το κόμμα, θυμόμαστε:
  • Χωρίζουμε με κόμμα τις εξαρτημένες όταν το νόημά τους δεν είναι στενά συνδεδεμένο με το νόημα της ανεξάρτητης (Θα σταματήσω το διάβασμα, γιατί κουράστηκα) και
  • Δεν τις χωρίζουμε όταν είναι στενά συνδεδεμένο (ήταν χαρούμενη που της χάρισα το ποδήλατό μου). Σε αυτή την περίπτωση τοποθετούνται συνήθως μετά απ’ αυτήν.
Ανεξάρτητες προτάσεις
Προτάσεις κρίσεως, λέγονται εκείνες με τις οποίες εκφράζουμε μια κρίση ή δίνουμε πληροφορίες για κάτι
π.χ. Είναι πολύ ωραίο το δωμάτιό σου

Προτάσεις επιθυμίας λέγονται οι προτάσεις με τις οποίες εκφράζουμε την επιθυμία μας (προτροπή, ευχή, παράκληση, προσταγή κλπ.)
π.χ. Έλα να καθίσουμε μαζί

Ερωτηματικές προτάσεις, λέγονται εκείνες με τις οποίες διατυπώνουμε ερωτήσεις. Οι προτάσεις αυτές στο γραπτό λόγο συνοδεύονται από ερωτηματικό (;)
π.χ. Πού θα πας το βράδυ;

Επιφωνηματικές προτάσεις, λέγονται οι προτάσεις με τις οποίες εκφράζουμε το θαυμασμό μας για κάτι. Οι προτάσεις αυτές αρχίζουν με επιφωνήματα (π.χ. Αχ!, Μπράβο!), με ερωτηματικές αντωνυμίες (π.χ. τι, πόσος, -η, -ο) ή ερωτηματικά επιρρήματα (πού, πώς), ενώ στο γραπτό λόγο συνοδεύονται από θαυμαστικό (!)
π.χ. Τι όμορφη ζωγραφιά που έφτιαξες!

Οι ανεξάρτητες προτάσεις συνδέονται μεταξύ τους με συνδέσμους συμπλεκτικούς (και, ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ), διαχωριστικούς, (ή, είτε), αντιθετικούς (αλλά, όμως, ωστόσο, ενώ, αν και, μολονότι κ.ά.),συμπερασματικούς (λοιπόν, ώστε, άρα, επομένως κ.ά.)

Η σύνδεση αυτή λέγεται παρατακτική ή παράταξη, γιατί με αυτόν τον τρόπο παρατάσσουμε, δηλαδή τοποθετούμε όμοιες προτάσεις τη μία δίπλα στην άλλη χωρίς να εξαρτώνται η μία από την άλλη.

π.χ.    Η Τάνια γράφει και μιλάει στο τηλέφωνο
          Διάβασε πολύ, αλλά δεν έγραψε καλά στο διαγώνισμα

Εξαρτημένες προτάσεις
Οι δευτερεύουσες ή εξαρτημένες προτάσεις συνδέονται με τις κύριες από τις οποίες εξαρτώνται με:

α) Ειδικούς συνδέσμους (ότι, πως, που) και ονομάζονται ειδικές προτάσεις
π.χ.    Είπε ότι θα έρθει στην ώρα του
          Φαίνεται πως θα τα βρουν τελικά

β) Τελικούς συνδέσμους (να, για να) και ονομάζονται τελικές.

Τελικές, λέγονται οι εξαρτημένες προτάσεις που φανερώνουν το σκοπό για τον οποίο γίνεται αυτό που δηλώνεται στην πρόταση που προσδιορίζουν (και που συνήθως είναι ανεξάρτητη).
π.χ.    Έφυγε γρήγορα για να προλάβει το λεωφορείο

Ξεχωρίζουμε τις τελικές προτάσεις στο λόγο από τις λέξεις για να και να με τις οποίες εισάγονται και που ονομάζονται τελικοί σύνδεσμοι.

Προσοχή! Για να μην μπερδεύουμε τις τελικές προτάσεις που αρχίζουν με το «να» με τις βουλητικές προτάσεις (οι οποίες συμπληρώνουν την έννοια ενός ρήματος ή μιας ρηματικής φράσης), που επίσης αρχίζουν με το «να», υπάρχει ένας πρακτικός κανόνας: Όταν το «να» μπορεί να αντικατασταθεί με το «για να», τότε η πρόταση είναι τελική, αλλιώς όχι.
π.χ.    Τα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο να μάθουν γράμματα (για να..., άρα τελική)
          Θα ήθελα να ήσουν εδώ (δεν μπορεί να αντικατασταθεί από το για να, άρα η πρόταση είναι βουλητική)

γ) Χρονικούς συνδέσμους (όταν, σαν, ενώ, πριν, προτού, καθώς, αφού, μόλις κ.ά) και λέγονται χρονικές
π.χ.    Όταν είσαι έτοιμος, τηλεφώνησέ μου
          Πρέπει να πλένεις τα χέρια σου, πριν καθίσεις για φαγητό

δ) Αιτιολογικούς συνδέσμους (γιατί, επειδή, αφού) και ονομάζονται αιτιολογικές.

Αιτιολογικές λέγονται οι προτάσεις που φανερώνουν την αιτία για την οποία γίνεται αυτό που δηλώνεται στην πρόταση που προσδιορίζουν (και που συνήθως είναι ανεξάρτητη). Ξεχωρίζουμε τις αιτιολογικές προτάσεις από τις λέξεις γιατί και επειδή, με τις οποίες αρχίζουν (εισάγονται) και που ονομάζονται αιτιολογικοί σύνδεσμοι.
π.χ.    Βιαζόταν πολύ, γιατί είχε καθυστερήσει
Επειδή ήταν πολύ αργά, του είπα να φύγουμε


Βέβαια, εκτός από τους δύο παραπάνω συνηθισμένους αιτιολογικούς συνδέσμους, οι αιτιολογικές προτάσεις μπορεί να αρχίζουν και με τους συνδέσμους διότι, αφού, καθώς, εφόσον, καθώς και με λέξεις ή φράσεις όπως μια και, μια που, που χρησιμοποιούνται επίσης ως αιτιολογικοί σύνδεσμοι
π.χ.    Λυπόταν, διότι έπρεπε να φύγει
          Καθώς ήταν πολύ κοντή, δεν έφτανε το ντουλάπι
          Αφού αρρώστησε, καλύτερα να μείνει σπίτι
          Μια και δεν ήρθε, θα φύγω κι εγώ

ε) Αποτελεσματικούς συνδέσμους (ώστε, ώστε να, που) και λέγονται αποτελεσματικές

Αποτελεσματικές ή συμπερασματικές, λέγονται οι εξαρτημένες προτάσεις που φανερώνουν το αποτέλεσμα που έχει αυτό που δηλώνεται στην πρόταση την οποία προσδιορίζουν (και που συνήθως είναι ανεξάρτητη)
π.χ.    Μιλάει πολύ σιγά, ώστε μόλις να ακούγεται


Ξεχωρίζουμε τις αποτελεσματικές προτάσεις στο λόγο από τη λέξη ώστε με την οποία συνήθως εισάγονται και που ονομάζεται αποτελεσματικός ή συμπερασματικός σύνδεσμος. Εκτός όμως από το «ώστε», μπορεί να αρχίζουν και με το που ή ακόμη με το και (σπάνια), καθώς και με εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ως αποτελεσματικοί ή συμπερασματικοί σύνδεσμοι, όπως οι ώστε ναπου να κ.ά.
π.χ.    Ήταν τόσο όμορφη, που όλοι γυρνούσαν και την κοίταζαν
          Μ’ έκανες και έγινα μισητός σε όλους
Το χτύπημα δεν ήταν τόσο σοβαρό, ώστε να ανησυχείς ιδιαίτερα

στ) Διστακτικούς συνδέσμους (μη, μήπως) και ονομάζονται ενδοιαστικές
π.χ.    Πρόσεξε μη χτυπήσεις
          Φοβάμαι μήπως χαλάσει ο καιρός

ζ) Υποθετικούς συνδέσμους (αν εάν) και λέγονται υποθετικές. Η υποθετική πρόταση λέγεται υπόθεση και η ανεξάρτητη πρόταση από την οποία εξαρτάται λέγεται απόδοση. Η υπόθεση και η απόδοση μαζί, αποτελούν τον υποθετικό λόγο.
π.χ.    Αν έχεις χρόνο (υπόθεση), τηλεφώνησέ μου (απόδοση) [υποθετικός λόγος]

η) Αντιθετικούς συνδέσμους (αν και, ενώ, μολονότι κ.ά) και λέγονται εναντιωματικές
π.χ.    Αν και ήταν πλούσιος, δεν ήταν ευτυχισμένος
          Πήγα στο συμβούλιο, μολονότι δεν ένιωθα καλά

θ) Αναφορικές αντωνυμίες (που, όποιος, ο οποίος, όσος, ό,τι) και αναφορικά επιρρήματα (που, όπου, πως, όσο κ.ά.) και λέγονται αναφορικές
π.χ.    Συνάντησα τη Λένα, την οποία είχα να δω πολλά χρόνια
          Απόψε θα πάμε όπου θέλεις εσύ

Η σύνδεση των εξαρτημένων προτάσεων με κύριες προτάσεις λέγεται υποτακτική ή υπόταξη, γιατί με αυτόν τον τρόπο υποτάσσουμε, δηλαδή εξαρτούμε τη δευτερεύουσα από μια άλλη, κύρια ή δευτερεύουσα...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου